- αἱρεσιάρχας
- αἱρεσιάρχᾱς , αἱρεσιάρχηςleader of a schoolmasc acc plαἱρεσιάρχᾱς , αἱρεσιάρχηςleader of a schoolmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.